Το είδος αυτού του θυμαριού είναι γνωστό και ως «θυμάρι κεφαλωτό», στο οποίο βάσει βιβλιογραφικών πηγών «βόσκουν» οι μέλισσες και μας δίνουν το γνωστό «θυμαρίσιο μέλι». Είναι πολύ κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας μιας και αυτοφύεται σε πετρώδη και άγονα εδάφη σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές, όπως ο Όλυμπος.
Είναι ένα εξαιρετικά μελιγόνο φυτό πολύ πλούσιο σε αιθέριο έλαιο, του οποίου ελαίου τα δραστικά πτητικά συστατικά, σύμφωνα με έρευνες, διακρίνονται για τις ιδιαίτερες αντισηπτικές, αντιμικροβιακές και αντιοξειδωτικές ιδιότητές του. Θεωρείται, όμως, και τοξικό για τον οργανισμό μας, λόγω κυρίως της φαινόλης «θυμόλη» που περιέχει, γι’ αυτό απαγορεύεται η εσωτερική του χρήση, ενώ όταν πρόκειται για εξωτερική του χρήση συνίσταται η αραιωσή του σε ελαϊκό φορέα.
Η ξηρή του δρόγη χρησιμοποιείται είτε για την παρασκευή ροφημάτων, μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα βότανα, είτε ως αρωματικό στην ελληνική κουζίνα. Οι βιολογικές του δράσεις είναι πολλές, αφού παραδοσιακά χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση αναπνευστικών διαταραχών (λαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα, άσθμα, βήχα κοκκύτη) για τη θεραπεία οδοντικών παθήσεων, τη λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος και τη δυσπεψία. Επίσης, είναι γνωστό για τη σπασμολυτική και χωνευτική του δράση, διευκολύνει την πέψη, διεγείρει την όρεξη, την απορρόφηση λιπών, ενώ είναι δυνατό να επιφερει βελτίωση σε περιπτώσεις αρθρίτιδας με την τακτική κατανάλωσή του.